- μιλητό
- το1. μίλημα2. συζήτηση, κουβέντα3. φρ. «στο μιλητό» — προφορικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *μιλητός (< μιλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χαλκιδεύς — Σπαρτιάτης ναύαρχος, μαζί με τον οποίο ο Αλκιβιάδης, μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία (412 π.Χ.), ξεσήκωσε τους Ίωνες συμμάχους των Αθηναίων, να επαναστατήσουν. Αρχικά κατόρθωσε να ξεσηκώσει τη Χίο, τις Ερυθρές και τις Κλαζομενές, έπειτα δε … Dictionary of Greek
μιλησιακός — ή, ό (Α μιλησιακός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μίλητο ή αυτός που προέρχεται από τη Μίλητο 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μιλησιακά τίτλος έργου τού Αριστείδου τού Μιλησίου το οποίο αποτελούνταν από σύντομα διηγήματα με ερωτικό… … Dictionary of Greek
πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… … Dictionary of Greek
τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… … Dictionary of Greek
Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… … Dictionary of Greek
Κάδμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται ο ιδρυτής της πόλης των Θηβών. Υπήρξε τυπικό παράδειγμα πνευματικού ήρωα στον οποίο αποδίδονταν, εκτός από τους θεσμούς των Θηβών, εφευρέσεις πανανθρώπινης σημασίας, όπως η γραφή και η μεταλλουργία. Ο μύθος του K … Dictionary of Greek
Λάδη — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 253 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων.… … Dictionary of Greek
Τειχιούσα — Πόλη της αρχαίας Μικράς Ασίας κοντά στη Μίλητο. Η πόλη ήταν μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας, ενταγμένη φορολογικά στην ίδια τάξη με τη Μίλητο και τη Λέρο … Dictionary of Greek
Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… … Dictionary of Greek
Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… … Dictionary of Greek